Εγκυμοσύνη, Υγεία, Υπογονιμότητα

Τι είναι και που οφείλεται η δευτεροπαθής υπογονιμότητα

Περισσότερα από ένα στα δέκα ζευγάρια που αποκτούν παιδιά, διαπιστώνουν σε επόμενη προσπάθεια τεκνοποίησης ότι αδυνατούν να επιτύχουν νέα εγκυμοσύνη.

Το γεγονός αυτό συνήθως προκαλεί έντονο άγχος και ανησυχία. Πού μπορεί να οφείλεται η αιφνίδια υπογονιμότητα και γιατί συμβαίνει τώρα;

«Η υπογονιμότητα μπορεί να είναι πρωτοπαθής, δηλαδή να αφορά την προσπάθεια αποκτήσεως του πρώτου παιδιού, ή δευτεροπαθής, δηλαδή να αφορά την απόκτηση του δεύτερου, τρίτου ή επόμενου παιδιού», λέει ο μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc, ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και ιδρυτικό μέλος του Institute of Life-ΙΑΣΩ. «Πολλοί πιστεύουν ότι τα περισσότερα υπογόνιμα ζευγάρια αντιμετωπίζουν πρωτοπαθή υπογονιμότητα, αλλά στην πραγματικότητα τα ποσοστά είναι μοιρασμένα με την δευτεροπαθή».

Σύμφωνα με στοιχεία από τα ομοσπονδιακά αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου & Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), το 11% των ζευγαριών που ήδη έχουν αποκτήσει ένα ή περισσότερα παιδιά, έρχονται αντιμέτωπα με τη δευτεροπαθή υπογονιμότητα όταν προσπαθούν να αποκτήσουν το επόμενο.

«Τα ζευγάρια αυτά συχνά αποθαρρύνονται να διερευνήσουν το θέμα όχι μόνο από τους συγγενείς και τους φίλους τους, αλλά και από πολλούς γιατρούς», λέει ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Αν μη τι άλλο, έχουν ήδη παιδιά, τί τα θέλουν τα περισσότερα; Δεν είναι όμως καθόλου έτσι τα πράγματα για τα ζευγάρια, που νιώθουν την ίδια αγωνία και θλίψη με εκείνα που προσπαθούν για το πρώτο παιδί. Επειδή, εξάλλου, η δευτεροπαθής υπογονιμότητα μπορεί να οφείλεται σε νέα προβλήματα υγείας, έχει μεγάλη σημασία η αναζήτηση της αιτίας της».

Οι αιτίες της δευτεροπαθούς υπογονιμότητας είναι παρόμοιες με εκείνες της πρωτοπαθούς. Έτσι, στον άνδρα το πρόβλημα μπορεί να είναι διαταραχή στην παραγωγή των σπερματοζωαρίων, την ποιότητα ή/και την κινητικότητά τους.

Αντίστοιχα στη γυναίκα η αιτία μπορεί να είναι κάποια ήδη υπάρχουσα ή νέα βλάβη στις ωοθήκες, καθώς και διαταραχές της ωορρηξίας, η ενδομητρίωση και διάφορες παθήσεις της μήτρας. Μπορεί επίσης να ευθύνονται επιπλοκές που σχετίζονται με προηγούμενη κύηση ή εγχειρήσεις που έκανε στο χρόνο που μεσολάβησε από την τελευταία εγκυμοσύνη της.

Για παράδειγμα, μπορεί η γυναίκα να είχε πάντοτε ενδομητρίωση ή υποκλινικό (χωρίς συμπτώματα) σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, που τώρα επιδεινώθηκαν. Ή μπορεί να γέννησε το τελευταίο μωρό με καισαρική και να δημιουργήθηκε ουλώδης ιστός που εμποδίζει μια νέα εγκυμοσύνη.

Η δευτεροπαθής υπογονιμότητα μπορεί όμως να σχετίζεται και με παράγοντες κινδύνου που μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου. Τέτοιοι παράγοντες είναι, λ.χ., η ηλικία, το σωματικό βάρος, η γενικότερη κατάσταση της υγείας και η λήψη ορισμένων φαρμάκων.

Στην πραγματικότητα, η ηλικία είναι ένας συχνός αιτιολογικός παράγοντας. «Αν μία γυναίκα απέκτησε το πρώτο παιδί στα 30 της και προσπαθεί για το δεύτερο στα 36, η γονιμότητά της έχει στο μεσοδιάστημα μειωθεί σημαντικά», εξηγεί ο Δρ. Βασιλόπουλος.

Κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί και με το σωματικό βάρος. Πολλές γυναίκες παίρνουν βάρος στην εγκυμοσύνη το οποίο δεν χάνουν μετά τον τοκετό, αλλά το συσσωρεύουν. Αντίστοιχα, πολλοί νέοι πατέρες επίσης παρουσιάζουν αύξηση του σωματικού βάρους τους, εξαιτίας εν μέρει του στρες και της έλλειψης ύπνου που συνοδεύει τη γέννηση του μωρού. Ωστόσο τόσο τα πολλά όσο και τα λίγα κιλά σχετίζονται με προβλήματα ωορρηξίας στις γυναίκες και ίσως με επιδείνωση της ποιότητας του σπέρματος στους άνδρες.

Όσον αφορά την κατάσταση της υγείας του ζευγαριού, πολλά νοσήματα καθαυτά μπορεί να επηρεάσουν τη γονιμότητα ή χρειάζονται φαρμακευτική αγωγή που μπορεί να την μειώσει. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων νοσημάτων είναι η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης και η κατάθλιψη.

«Γενικά στο περίπου ένα τρίτο των περιπτώσεων δευτεροπαθούς υπογονιμότητας το αίτιο εντοπίζεται στον άνδρα», λέει ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Σε άλλο ένα τρίτο εντοπίζεται στη γυναίκα, ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις είτε εντοπίζεται πρόβλημα και στους δύο είτε δεν ανευρίσκεται κάποια αιτία».

Και συνεχίζει: «Σε κάθε περίπτωση, αν ένα ζευγάρι κάνει συχνά σεξ χωρίς προφυλάξεις δίχως να επιτυγχάνεται εγκυμοσύνη, καλό είναι να συμβουλευτεί έναν γιατρό. Η σύσταση για τις γυναίκες ηλικίας κάτω των 35 ετών είναι να προσπαθήσουν επί ένα χρόνο χωρίς προφυλάξεις, αλλά μετά τα 35 δεν πρέπει να περιμένουν πάνω από 6 μήνες πριν πάνε στον γιατρό».