Ποιες είναι οι ενδείξεις της εξωσωματικής γονιμοποίησης (IVF);
Ένα στα έξι ζευγάρια σε όλο τον κόσμο αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπογονιμότητας στη διάρκεια της αναπαραγωγικής ζωής τους, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Εταιρεία Ανθρώπινης Αναπαραγωγής & Εμβρυολογίας (ESHRE). Η υπογονιμότητα που διαρκεί επί τουλάχιστον 12 μήνες υπολογίζεται ότι προσβάλλει το 8-12% των γυναικών ηλικίας 20-44 ετών σε όλο τον κόσμο.
Το 20-30% των περιπτώσεων υπογονιμότητας οφείλονται σε σωματικό πρόβλημα στον άνδρα, το 20-35% σε αντίστοιχα προβλήματα στις γυναίκες και στο 25-40% των περιπτώσεων υπάρχει σωματική αιτία και στους δύο συντρόφους. Ωστόσο στο 10-20% δεν ανευρίσκεται κάποια σωματική αιτία (ιδιοπαθής υπογονιμότητα).
Στην εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) τα ωάρια γονιμοποιούνται από τα σπερματοζωάρια στο εργαστήριο (in vitro) και ύστερα τα έμβρυα που προκύπτουν, μεταφέρονται στη μήτρα. Υπολογίζεται ότι από το 1978, όταν γεννήθηκε το πρώτο μωρό στον κόσμο με τη βοήθεια της εξωσωματικής γονιμοποίησης, έως και το 2019, γεννήθηκαν χάρη σε αυτήν περισσότερα από 9 εκατομμύρια παιδιά σε όλο τον κόσμο. Οι περισσότερες εξωσωματικές γίνονται σε γυναίκες, ηλικίας 30-39 ετών.
Στη χώρα μας, το 2015 (χρόνος κατά τον οποίο υπάρχουν τα τελευταία λεπτομερή στοιχεία) έγιναν σχεδόν 31.000 κύκλοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και γεννήθηκαν περισσότερα από 7.000 μωρά, σύμφωνα με την ανεξάρτητη Εθνική Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (ΕΑΙΥΑ).
Πώς πραγματοποιείται η διαδικασία;
Η εξωσωματική γονιμοποίηση αρχίζει με την απόφαση για το αν θα χρησιμοποιηθούν ωάρια της ίδιας της γυναίκας (συνηθέστερη επιλογή) ή από κάποια δότρια. Για να γίνει λήψη ωαρίων, γίνεται πρώτα φαρμακευτική διέγερση των ωοθηκών, ώστε να αυξηθεί η παραγωγή τους. Έπειτα χορηγείται στη γυναίκα μία σειρά ενέσεων, ώστε να παρεμποδιστεί η ρήξη (σπάσιμο) των ωοθυλακίων και η ωορρηξία πριν από την ωοληψία (συλλογή ωαρίων) στο εργαστήριο. Πριν από τη διαδικασία της ωοληψίας, γίνεται ακόμα μία ένεση, η οποία ωριμάζει και προετοιμάζει τα ωάρια.
Η ωοληψία γίνεται περίπου 36 ώρες μετά την τελευταία ένεση. Τα ωάρια τα οποία συλλέγονται στην εξωσωματική, αναμειγνύονται με επιλεγμένα σπερματοζωάρια του συντρόφου ή του δότη μέσα σε ειδικά καλλιεργητικά δισκία (τρυβλία Petri). Ένα ποσοστό αυτών των ωαρίων γονιμοποιείται και προκύπτουν έμβρυα, τα οποία αναλόγως με την περίπτωση καλλιεργούνται σε κατάλληλες συνθήκες και μεταφέρονται στη μήτρα ή/και καταψύχονται για μελλοντική χρήση (κρυοσυντήρηση).
Σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής σπέρματος, όταν τα σπερματοζωάρια δεν μπορούν από μόνα τους να εισδύσουν και να γονιμοποιήσουν τα ωάρια, εφαρμόζεται η τεχνική της μικρογονιμοποίησης (ενδοκυτταροπλασματική έγχυση σπερματοζωαρίου, ICSI). Κατ’ αυτήν, ένα σπερματοζωάριο εγχέεται απευθείας μέσα σε ένα ωάριο και το γονιμοποιεί. Οι σχεδόν 14.000 από τους κύκλους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στην Ελλάδα το 2015, ήταν με την μέθοδο ICSI.
Σε ποιες περιπτώσεις συνιστάται η εξωσωματική γονιμοποίηση;
- Στις γυναίκες με προβλήματα στις σάλπιγγες (συμφύσεις, απόφραξη κ.λπ.) οι οποίες δεν μπορούν να βοηθηθούν από χειρουργική διόρθωση των προβλημάτων αυτών. Τα προβλήματα στις σάλπιγγες είναι συχνά σε γυναίκες με ιστορικό λοιμώξεων της πυέλου, σεξουαλικώς μεταδιδόμενου νοσήματος, εγχείρησης στην πύελο, περιτονίτιδας, σαλπιγγίτιδας κ.λπ.
- Σε περίπτωση πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας. Είναι μία διαταραχή κυρίως αγνώστου αιτιολογίας (στο 80-90% των περιπτώσεων), κατά την οποία εξαντλούνται ή υπολειτουργούν τα ωοθυλάκια πριν από την ηλικία των 40 ετών. Η συνέπεια είναι να διαθέτουν οι γυναίκες μικρό αριθμό ή κακής ποιότητας ωοθυλάκια και κατ’ επέκταση ωάρια.
- Στις γυναίκες με σοβαρή ενδομητρίωση. Συχνά έχουν εμπλοκή των ωαγωγών (σαλπίγγων) και ωοθηκικές κύστεις (ενδομητριώματα) που εμποδίζουν τη φυσική σύλληψη.
- Στις μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες. Είτε θα χρησιμοποιήσουν δικά τους ωάρια (εάν τα είχαν καταψύξει εγκαίρως), είτε ωάρια από δότρια.
- Στις γυναίκες με διαταραχή της ωορρηξίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί αυτή που οφείλεται στο σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS). Η εξωσωματική γονιμοποίηση συνιστάται όταν αποτυγχάνουν απλούστερες μέθοδοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, όπως η σπερματέγχυση.
- Στις περιπτώσεις ανδρικής υπογονιμότητας που οφείλονται σε διαταραχή του σπέρματος. Όπως προαναφέρθηκε, μερικές φορές υπάρχει πρόβλημα με την ποιότητα των σπερματοζωαρίων (π.χ. δεν έχουν καλή κινητικότητα), με συνέπεια να δυσκολεύονται να εισδύσουν στο ωάριο. Οι περιπτώσεις αυτές μπορεί να αντιμετωπιστούν με μικρογονιμοποίηση (ICSI). Η ίδια μέθοδος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και εάν ο άνδρας έχει μειωμένο αριθμό σπερματοζωαρίων (ολιγοσπερμία), με ή χωρίς ασθενοσπερμία (κακή κινητικότητα σπερματοζωαρίων). Αν, όμως, ο άνδρας δεν έχει σπερματοζωάρια κατά την εκσπερμάτιση (αζωοσπερμία), τότε μπορεί να εφαρμοστεί μία άλλη μέθοδος εξωσωματικής γονιμοποίησης, κατά την οποία γίνεται αναρρόφηση σπέρματος απευθείας από τους όρχεις (TESE ICSI).
- Σε ζευγάρια χωρίς συγκεκριμένη αιτία υπογονιμότητας (ανεξήγητη υπογονιμότητα), τα οποία αδυνατούν να τεκνοποιήσουν με φυσικό τρόπο παρά τις συστηματικές προσπάθειές τους.
- Όταν η γυναίκα έχει δύο ή περισσότερες συνεχόμενες αποβολές
- Όταν η γυναίκα έχει ιστορικό πολλαπλών επαναλαμβανόμενων αποτυχημένων εξωσωματικών με δικά της ωάρια. Σε τέτοια περίπτωση, μπορεί να εφαρμοστεί στο πλαίσιο ερευνητικού πρωτοκόλλου η μέθοδος της μεταφοράς μητρικής ατράκτου, κατά την οποία το γενετικό υλικό από το ωάριο της γυναίκας, τοποθετείται στη θέση του ίδιου υλικού στο ωάριο μιας δότριας. Έτσι δημιουργείται ένα νέο, υγιές ωάριο.
- Σε άνδρες και γυναίκες με ιστορικό καρκίνου για τον οποίο υποβλήθηκαν σε χημειοθεραπεία ή/και ακτινοθεραπεία στην περιοχή της πυέλου, εφόσον είχαν καταψύξει πριν τη θεραπεία ωοθηκικό ή ορχικό ιστό (κρυοσυντήρηση).
- Όταν το ζευγάρι έχει ιστορικό σοβαρών κληρονομούμενων νοσημάτων. Σε τέτοια περίπτωση, προηγείται προεμφυτευτική γενετική διάγνωση στα έμβρυα, ώστε μόνο τα υγιή να μεταφερθούν στη μήτρα της γυναίκας. Σε επιλεγμένες περιπτώσεις κληρονομικών νοσημάτων (μιτοχονδριακές παθήσεις) μπορεί να δοκιμαστεί η μέθοδος της μεταφοράς μητρικής ατράκτου, πάντα στο πλαίσιο ερευνητικού πρωτοκόλλου.
- Όταν η γυναίκα πάσχει από χρόνια νοσήματα (π.χ. ορισμένα αυτοάνοσα), τα οποία μπορεί να προκαλέσουν ωοθηκική ανεπάρκεια ή να δυσκολέψουν την εμφύτευση των ωαρίων. Χαρακτηριστικά παραδείγματος είναι ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, ο τύπου 1 διαβήτης κ.ά.