Ο όρος Εξωσωματική Γονιμοποίηση περιγράφει μια γονιμοποίηση, έξω από τη σάλπιγγα της γυναίκας που γίνεται στο εργαστήριο, και περιλαμβάνει ένα βαρύ φάσμα τεχνικών που έχουν σκοπό να βοηθήσουν υπογόνιμα ζευγάρια ν’ αποκτήσουν παιδί.
Παρόλα αυτά, τα ωάρια και τα σπερματοζωάρια που χρησιμοποιούνται στην εν λόγω διαδικασία, είναι του ενδιαφερόμενου ζεύγους.
Η μέθοδος αυτή επιλέγεται όταν κάποια προβλήματα στο αναπαραγωγικό σύστημα των υποψήφιων γονέων δεν μπορούν να ξεπεραστούν (π.χ. αποφραγμένες σάλπιγγες, αδύναμο σπέρμα ή συνδυασμός παραγόντων), όπως και όταν έχουν αποτύχει άλλες μέθοδοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (π.χ. ενδομητριακές σπερματεγχύσεις). Επιπλέον, σημαντική παράμετρος που μπορεί να οδηγήσει το ζευγάρι στην εξωσωματική είναι η ηλικία της γυναίκας. Αν είναι πάνω από 37-38 ετών προτείνεται άμεσα η εξωσωματική γονιμοποίηση για να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος με άλλες μεθόδους. Μετά τα 40 μάλιστα, μειώνεται απότομα η ικανότητά της να συλλάβει, καθώς τα ωάρια είναι φτωχότερης ποιότητας και λιγότερα.
Η πορεία της εξέλιξης της Εξωσωματικής Γονιμοποίησης χρονολογείται από το 1878, όπου ποικίλα σχετικά πειράματα λάμβαναν χώρα. Έχουμε αναφορές ότι οι Pincus, Enzmann και Schenk το 1935, το 1939 και το 1978 αντίστοιχα, αποπειράθηκαν να επιτύχουν εξωσωματική γονιμοποίηση, χρησιμοποιώντας ωοθηκικά ωοκύτταρα που μάλλον ήταν ανώριμα. Καθοριστική ήταν η ανακάλυψη της ωρίμανσης των σπερματοζωαρίων το 1951. Σημαντικό σταθμό στην πορεία της Εξωσωματικής αποτελεί η ανακάλυψη της “αντίδρασης του ακροσώματος” το 1958 από τους Austin και Bishop, σύμφωνα με την οποία τα σπερματοζωάρια πρέπει να υποστούν μια αλλαγή στο ακρόσωμά τους πριν διεισδύσουν στο ωάριο. Η πρώτη γέννηση ανθρώπου με αυτήν την τεχνική πραγματοποιήθηκε το 1978 στην Αγγλία: ένα υγιέστατο κοριτσάκι ονόματι Louise Brown.
Πριν προχωρήσει το ζεύγος στην Εξωσωματική πρέπει να υποβληθεί σε μια σειρά εξετάσεων. Η γυναίκα πρέπει να κάνει ορμονικό έλεγχο την 3η ημέρα της περιόδου και υστεροσαλπιγγογραφία μεταξύ 8ης και 10ης ημέρας του κύκλου. Κατά την 21η ή 22η ημέρα του κύκλου γίνεται έλεγχος προγεστερόνης. Ακόμη, καλό είναι να έχει προηγηθεί μια μαστογραφία -ιδίως αν η γυναίκα είναι άνω των 35-, καθώς και ο κλασικός βιοχημικός έλεγχος (για την ηπατίτιδα Β, C, VDRL κ.ά.), που είναι προαπαιτούμενος και για τον άνδρα. Η κυριότερη εξέταση για τον άνδρα είναι το σπερμοδιάγραμμα, μετά από σεξουαλική αποχή 2-3 ημερών που εξετάζει αν η ποσότητα, η μορφολογία και η κινητικότητα του σπέρματος είναι ικανοποιητικές. Εάν το σπερμοδιάγραμμα είναι παθολογικό, επαναλαμβάνεται μετά από 15 ημέρες έως και 3 μήνες.
Όταν εν τέλει αποφασίσει το ζευγάρι να προχωρήσει σε Γονιμοποίηση, η γυναίκα λαμβάνει ορμόνες με ενέσεις για τη διέγερση των ωοθηκών και την αύξηση παραγωγής ωαρίων, και GnRH αγωνιστές ή ανταγωνιστές για την αποφυγή της πρόωρης ωοθυλακιορρηξίας. Ανάλογα με το φαρμακευτικό πρωτόκολλο, η αγωγή ξεκινά είτε την 1η ή την 21η ημέρα του κύκλου. Η διέγερση των ωοθηκών διαρκεί περίπου 2 εβδομάδες. Κατά τη διάρκειά της, η γυναίκα παρακολουθείται ορμονικά και με υπερηχογραφήματα, για να διαπιστωθεί πώς ανταποκρίνονται οι ωοθήκες της, ενώ είναι πιθανόν από τη διόγκωση, να νιώσει ενόχληση κάτω αριστερά και δεξιά στην κοιλιά. Όταν τα περισσότερα ωοθυλάκια φτάσουν σε κατάλληλο μέγεθος (άνω των 18 χιλιοστών), τότε ακολουθεί η ωοληψία, δηλαδή η λήψη των ωαρίων που ωρίμασαν στις ωοθήκες, με ειδική βελόνη διακολπικά, με ελαφριά νάρκωση. Συνήθως λαμβάνονται 8-10 ωάρια. Για να ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία απαιτούνται 10-14 ημέρες. Την ημέρα της ωοληψίας ο σύντροφος δίνει σπέρμα. Η εβρυομεταφορά γίνεται 2 – 3 ημέρες μετά την ωοληψία. Η βλαστοκύστη είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος εμβρυομεταφοράς και επιλέγεται όταν πρόκειται να γίνει προεμφυτευτικός έλεγχος ή όταν στόχος είναι να μεταφερθεί μικρός αριθμός εμβρύων και γίνεται 5 ημέρες μετά την ωοληψία. Η εμβρυομεταφορά γίνεται χωρίς νάρκωση, με τη βοήθεια ενός λεπτού καθετήρα. Δέκα με δώδεκα ημέρες μετά την εμβρυομεταφορά πραγματοποιείται το τεστ κύησης. Θεωρείται απαραίτητο καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας το ζευγάρι να παρακολουθείται από ειδικό ψυχικής υγείας. Ακόμη καλύτερα να έχει συμβουλευτεί κάποιον από πριν, ώστε να είναι βέβαιοι ότι πραγματικά αυτό επιθυμούν. Εάν το αποτέλεσμα του τεστ είναι αρνητικό, δεύτερος κύκλος μπορεί να πραγματοποιηθεί μετά από 3 ή 4 μήνες, ανάλογα με το πρωτόκολλο που είχε ακολουθηθεί, ενώ μπορούν να γίνουν έως 4 κύκλοι σε 1 έτος.
Η μέθοδος γενικότερα είναι αρκετά αποτελεσματική. Οι πιθανότητες σύλληψης εξαρτώνται από πολλές παραμέτρους, εκ των οποίων η ηλικία της γυναίκας είναι απ’ τις βασικότερες, αλλά φτάνουν έως το 40% στην ηλικία των 30. Οι πιθανότητες κύησης όμως μετά τα 40 πέφτουν απότομα στο μόλις 3%. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα κέντρο Εξωσωματικής Γονιμοποίησης για να θεωρηθεί αξιόπιστο, πρέπει να έχει επιτυχία πάνω από 20%.
Οι κυριότερες τεχνικές Εξωσωματικής Γονιμοποίησης είναι:
Α’) Κλασική εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF)
Β’) Υποβοηθούμενη Εκκόλαψη (Assisted hatching)
Γ’) Καλλιέργεια Βλαστοκύστης
Δ’) Μικρογονιμοποίηση (ICSI)
Ε’) Κρυοσυντήρηση εμβρύων και ορχικού ιστού