Το πρώτο “παιδί του σωλήνα” γεννήθηκε το 1978 στην Αγγλία, υπό την επίβλεψη του δόκτορ Στέπτοου και σε συνεργασία με τον βιολόγο και φυσιολόγο Ρόμπερτ Έντουαρντς.
Οι Λέσλι και Τζον Μπράουν ήταν ένα νέο ζευγάρι από το Μπρίστολ, το οποίο επί εννέα χρόνια προσπαθούσε να αποκτήσει παιδί χωρίς επιτυχία. Η κυρία Λέσλι Μπράουν ήταν η πρώτη που έφερε στον κόσμο, με τη διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης, τη Λουίζ, ένα υγιέστατο κοριτσάκι βάρους 2 κιλών και 25 γραμμαρίων με μπλε μάτια και ξανθά μαλλιά, ενώ αργότερα ο Έντουαρτς τιμήθηκε με Νόμπελ Ιατρικής.
Σήμερα οι εξελίξεις στον τομέα αυτό μπορεί να είναι ραγδαίες, αλλά η επιθυμία των ζευγαριών να αποκτήσουν παιδιά παραμένει το ίδιο ζωντανή και δυνατή. Αν επιλέξετε και εσείς να ακολουθήσετε τη διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης καλό είναι να γνωρίζετε μερικές πρακτικές οδηγίες που την αφορούν.
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να αναγνωρίζετε τα σημάδια της υπογονιμότητας. Μία ή μερικές δυσκολίες και αποτυχημένες προσπάθειες δεν σημαίνουν απαραίτητα πως υπάρχει κάποιο ουσιαστικό πρόβλημα. Το χρονικό διάστημα που θα πρέπει πράγματι να σας ανησυχήσει είναι το ένα έτος προσπαθειών με συστηματικές επαφές χωρίς προφύλαξη και τις γόνιμες ημέρες. Περισσότερη προσοχή χρειάζεται στις γυναίκες άνω των 35 ετών για τις οποίες το χρονικό διάστημα μειώνεται στους 6 μήνες. Προβλήματα υπογονιμότητας παρουσιάζονται συνήθως λόγω προβλημάτων υγείας του άνδρα ή της γυναίκας ή και των δύο.
Στην πρώτη σας επίσκεψη θα σας ζητηθεί να δώσετε ένα ιστορικό, ενώ στην συνέχεια είναι πιθανό να υποβληθείτε σε μια πρώτη εξέταση με διακολπικό υπερηχογράφημα, ενώ θα ενημερωθείτε σχετικά με τις υπόλοιπες εξετάσεις που θα ολοκληρώσουν τον έλεγχο της γονιμότητας.
Οι εξετάσεις γονιμότητας χρειάζονται συνήθως ένα μήνα προκειμένου να ολοκληρωθούν. Ο άνδρας κάνει ένα σπερμοδιάγραμμα και στην περίπτωση που τα αποτελέσματα υποδείξουν ενδείξεις προβλήματος στην ποιότητα ή την ποσότητα του σπέρματος, παραπέμπεται στον ουρολόγο ώστε να του χορηγηθεί κάποια θεραπεία. Η γυναίκα κάνει ορμονικές εξετάσεις την τρίτη ημέρα του κύκλου της, ενώ την 11η πρέπει να υποβληθεί σε υστεροσαλπιγγογραφία προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχει κάποιο ανατομικό πρόβλημα στη γεννητική περιοχή.
Με τα αποτελέσματα των εξετάσεων ο γιατρός είναι σε θέση να εκτιμήσει πια την κατάσταση και να αποφασίσει αν η εξωσωματική γονιμοποίηση ή κάποια άλλη θεραπεία ή παρέμβαση, είναι απαραίτητη. Στην περίπτωση που η εξωσωματική γονιμοποίηση επιλεγεί εν τέλει, η γυναίκα ξεκινά φαρμακευτική αγωγή για τη διέγερση των ωοθηκών και την παραγωγή πολλαπλάσιων ωαρίων. Η χρονική διάρκεια της φαρμακευτικής αγωγής είναι δύο ή τρεις εβδομάδες. Τις ημέρες αυτές η γυναίκα κάνει καθημερινά μία ένεση στον μηρό ή την κοιλιά, ενώ υποβάλλεται επίσης σε ορμονικές εξετάσεις αίματος ανά τακτά χρονικά διαστήματα ώστε να ελέγχεται ο τρόπος ανταπόκρισης των ωοθηκών στην αγωγή.
Όταν πια τα ωάρια φτάσουν σ’ έναν ικανοποιητικό αριθμό αλλά και μέγεθος, γίνεται η ωοληψία με ελαφριά νάρκωση (μέθη), με διαδικασία που δεν είναι επώδυνη και διαρκεί μισή ώρα περίπου. Την ίδια ημέρα, ο άνδρας δίνει σπέρμα, με το οποίο γονιμοποιούνται εργαστηριακά τα ωάρια και μέσα στις επόμενες 24 ώρες το ζευγάρι έχει ενημερωθεί για το πόσα ωάρια γονιμοποιήθηκαν. Δύο ή τρεις ημέρες μετά τη γονιμοποίηση των ωαρίων, τα έμβρυα τοποθετούνται στη μήτρα της γυναίκας με μια απλή διαδικασία που δεν απαιτεί νάρκωση.
Για διάστημα δύο εβδομάδων η γυναίκα λαμβάνει μια κολπική κρέμα που είναι απαραίτητη για την προετοιμασία του ενδομητρίου ώστε να δεχθεί τα έμβρυα και ύστερα γίνεται ένα τεστ κυήσεως. Η πιθανότητα εγκυμοσύνης είναι 30-50% ανάλογα με την ηλικία της γυναίκας. Σε περίπτωση αποτυχίας αναλύονται όλες οι παράμετροι της προσπάθειας που απέτυχε και είτε θα ζητηθεί από το ζευγάρι να κάνει νέες εξετάσεις είτε το ζευγάρι θα προχωρήσει απευθείας σε μια ακόμη προσπάθεια, η οποία μπορεί να γίνει μετά το διάστημα ενός μήνα.