Εξαρτησιογόνες Ουσίες και Γυναικεία Υπογονιμότητα

Η γονιμότητα φαίνεται να συνδέεται με τοξικούς παράγοντες, η δραστηριότητα των οποίων ξεκινά κατά τη διάρκεια της ενδομήτριας ζωής της μητέρας, όπως οι ρύποι, οι οποίοι φαίνεται να δρουν στη λειτουργία των ενδοκρινικών αδένων ειδικά στα αρσενικά έμβρυα, καθώς και άλλοι τοξικοί παράγοντες, όπως το κάπνισμα, το αλκοόλ και ο τρόπος ζωής. Η γονιμότητα σε ενήλικες μπορεί να επηρεασθεί από παράγοντες όπως η κάνναβη, τα αντικαταθλιπτικά, το βάρος, η διατροφή, το επάγγελμα, η έντονη άσκηση, το άγχος, η στοχοποιημένη σεξουαλική επαφή στην ημερομηνία της ωορρηξίας και το στρες που σχετίζεται με τη στειρότητα. Οι τοξικοί παράγοντες και ο τρόπος ζωής που σχετίζονται με τη υπογονιμότητα εξακολουθούν να μην εντοπίζονται συχνά και επομένως, η διάγνωση και η έγκαιρη θεραπεία αυτών των προβλημάτων θα επέτρεπε αφ’ ενός μεν την βελτίωση της φυσικής γονιμότητα, αφ’ ετέρου δε θα μείωνε την ανάγκη για συμμετοχή σε πρωτόκολλα υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Επιπτώσεις εθισμού σε ουσίες στις γυναίκες
Ο εθισμός σε παράνομες ουσίες και συνταγογραφούμενα φάρμακα μπορεί να έχει σοβαρό αντίκτυπο στη γονιμότητα και την αναπαραγωγική λειτουργία των γυναικών. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι αρνητικές επιπτώσεις μπορούν να αντιστραφούν αν το άτομο δεν κάνει πλέον κατάχρηση χημικών ουσιών,. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις η αναπαραγωγική βλάβη μπορεί να είναι μόνιμη.
Επιπλέον, ο εθισμός δεν είναι μόνο ένα πρόβλημα που συνδέεται με μειωμένη γονιμότητα, αλλά ενδέχεται επίσης να επηρεάσει αρνητικά την εξελισσόμενη εγκυμοσύνη.
Οι επιστήμονες της Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής πρέπει να ενθαρρύνουν τους ασθενείς να τροποποιήσουν τις συνήθειες που περιλαμβάνουν κατάχρηση αλκοόλ, κάπνισμα, εξάρτηση από οπιοειδή, καθώς και κατάχρηση συνταγογραφούμενων ναρκωτικών.
Η υγιής σεξουαλική λειτουργία βασίζεται σε μια πολύπλοκη ισορροπία πολλών διαδικασιών, οι οποίες αφορούν σε σχετικούς αδένες στον εγκέφαλο (τον υποθάλαμο και την υπόφυση) έως τον θυρεοειδή αδένα και τη λειτουργία των ωοθηκών.
Ποιες εθιστικές ουσίες προκαλούν βλάβες στις γυναίκες;
Στις γυναίκες, οι εθισμοί που μπορούν να επηρεάσουν το αναπαραγωγικό τους σύστημα και κατά συνέπεια, η ικανότητά τους να μείνουν έγκυες αναφέρονται στα ακόλουθα:
- Αλκοόλ: επηρεάζει την αναπαραγωγική λειτουργία και την έκβαση της εγκυμοσύνης. Το Αμερικανικό Κολλέγιο Μαιευτικής και Γυναικολογίας προειδοποιεί με σχετικές οδηγίες, για οποιαδήποτε χρήση αλκοόλ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, χαρακτηρίζοντας την προγεννητική έκθεση στο αλκοόλ ως κύρια αιτία γενετικών ανωμαλιών και διανοητικών αναπηριών στα παιδιά. Αναφέρεται ότι η κατάχρηση αλκοόλ έχει αρνητικό αντίκτυπο στις γυναίκες που προσπαθούν να μείνουν έγκυες επίσης. Στις ΗΠΑ, το Εθνικό Ινστιτούτο για την κατάχρηση αλκοόλ και τον αλκοολισμό ορίζει ως υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ για υγιείς γυναίκες, περισσότερα από τρία ποτά ανά περίσταση ή περισσότερα από επτά ποτά την εβδομάδα, για γυναίκες που προσπαθούν να μείνουν έγκυες. Στις αλκοολικές γυναίκες, παρατηρείται υψηλότερη συχνότητα διαταραχών της εμμήνου ρύσεως, καθώς και αποβολών σε σύγκριση με τους μάρτυρες. Το British Medical Journal δημοσίευσε μια ανασκόπηση σχετικά με τη σχέση μεταξύ της χρήσης αλκοόλ και της υπογονιμότητας. Οι γυναίκες στην υψηλότερη ομάδα κατανάλωσης αλκοόλ είχαν σημαντική μείωση στην πιθανότητα να συλλάβουν, σε σύγκριση με τις γυναίκες χωρίς κατανάλωση αλκοόλ. Μια μελέτη του Brigham and Women’s Hospital και της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στις γυναίκες, η κατανάλωση τουλάχιστον τεσσάρων αλκοολούχων ποτών την εβδομάδα είχε ως αποτέλεσμα μείωση κατά 16% του ποσοστού εγκυμοσύνης μετά από προσπάθεια εξωσωματικής γονιμοποίησης.
- Κάπνισμα: υπάρχει ισχυρή σχέση μεταξύ του καπνίσματος και της υπογονιμότητας. Στις ΗΠΑ, περίπου το 30% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας είναι καπνίστριες. Μελέτες έδειξαν ότι στις γυναίκες, η κατανάλωση τσιγάρων συνδέεται σταθερά με μειωμένη γονιμότητα. Μια μετα-ανάλυση σχετικών μελετών της βιβλιογραφίας προτείνει επίσης μια ευθεία συσχέτιση μεταξύ του καπνίσματος και της γυναικείας υπογονιμότητας. Διάφορες τοξίνες από καπνό έχουν εντοπιστεί στις ωοθήκες και στο ωοθυλακικό υγρό των καπνιστριών. Επιπλέον, το κάπνισμα έχει συσχετιστεί με μικρότερο μήκος της εμμήνου ρήσης, επιταχύνοντας την εξάντληση του αριθμού των ωοθυλακίων και επομένως, επισπεύδοντας την εμμηνόπαυση κατά 1 έως 4 χρόνια σε καπνίστριες έναντι μη καπνιστριών. Αξίζει να αναφέρουμε ότι τα βασικά επίπεδα της υποφυσιακής θυλακιοτρόπου ορμόνης FSH ήταν κατά 66% υψηλότερα στις συστηματικές καπνίστριες, αλλά και κατά 39% υψηλότερα στις παθητικές καπνίστριες συγκρινόμενες με μη καπνίστριες, γεγονός άρρηκτα συνδεδεμένο με αλλοιώσεις στην ποιότητα των ωαρίων. Το κάπνισμα σχετίζεται επίσης με χαμηλότερα επίπεδα αντι-μυλλεριανής ορμόνης (AMH), ενός βιοδείκτη που σχετίζεται με την ποσότητα των ωοθηκικών αποθεμάτων. Όσον αφορά τις θεραπείες με πρωτόκολλα υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, μια μετα-ανάλυση μελετών αποδεικνύει ότι οι καπνίστριες απαιτούν σχεδόν διπλάσιο αριθμό κύκλων εξωσωματικής γονιμοποίησης για να συλλάβουν σε σύγκριση με τις μη καπνίστριες. Στην ίδια λογική, οι καπνίστριες απαιτούν αυξημένες δόσεις γοναδοτροπινών (FSH, LH) για την ορμονική διέγερση των ωοθηκών τους, εμφανίζουν χαμηλότερα επίπεδα οιστραδιόλης (E2) στο αίμα, αυξημένη συγκέντρωση τεστοστερόνης στο περιφερικό αίμα, μικρότερο αριθμό ωοθυλακίων και κατά συνέπεια, μεγαλύτερο αριθμό ακυρωθέντων κύκλων εξωσωματικής γονιμοποίησης. Συνολικά, εκτιμάται ότι συχνά, οι μέθοδοι Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής δεν είναι σε θέση να αντισταθμίσουν τη μείωση της γονιμότητας που σχετίζεται με το κάπνισμα.
- Καφεΐνη: η μέτρια χρήση έχει αμελητέα επίδραση στη γονιμότητα. Αντίθετα, η αυξημένη πρόσληψη καφεΐνης (500mg, >5 φλιτζάνια καφέ / ημέρα) έχει συσχετιστεί με μειωμένη γονιμότητα. Επιπλέον, η υψηλή κατανάλωση καφεΐνης (2-3 φλιτζάνια / ημέρα) κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μπορεί να σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο αποβολών. Μια μέτρια κατανάλωση καφεΐνης (1 έως 2 φλιτζάνια καφέ / ημέρα) πριν ή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, δεν έχει εμφανείς επιπτώσεις στη γονιμότητα ή στην ομαλή έκβαση της εγκυμοσύνης.
- Μαριχουάνα: Σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής, η οποιαδήποτε χρήση ναρκωτικών ουσιών γενικά πρέπει να αποθαρρύνεται τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, ιδίως λόγω των καλά τεκμηριωμένων επιβλαβών επιπτώσεων στο αναπτυσσόμενο έμβρυο. Σε διάφορες μελέτες έχει αναφερθεί η επιβλαβής επίδραση της χρήσης μαριχουάνας στη γονιμότητα. Οι γυναίκες που καπνίζουν μαριχουάνα για ένα έτος πριν από την εξωσωματική γονιμοποίηση, εμφανίζουν 25% λιγότερα ωάρια και σε περίπτωση εγκυμοσύνης, παρατηρείται συχνά σημαντική μείωση του βάρους του νεογέννητου βρέφους.
- Οπιοειδή: περιλαμβάνουν τη χρήση ηρωίνης και την κατάχρηση συνταγογραφούμενων αναλγητικών φαρμάκων που περιέχουν οπιοειδή. Η χρόνια χρήση ηρωίνης σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο πλημμελούς ανάπτυξης του εμβρύου, με δυσλειτουργία του πλακούντα και τελικά, με πρόωρη αποβολή. Στις έγκυες γυναίκες με εξάρτηση σε οπιοειδή, προτείνεται για θεραπεία η χρήση μεθαδόνης ή βουπρενορφίνης.
- Μη ιατρική χρήση συνταγογραφούμενων φαρμάκων: αποτελεί την τρίτη πιο συχνή κατηγορία κατάχρησης ναρκωτικών ουσιών, μετά την μαριχουάνα και το κάπνισμα. Περιλαμβάνουν οπιοειδή, ηρεμιστικά και διεγερτικά, συμπεριλαμβανομένων των βαρβιτουρικών και των βενζοδιαζεπινών. Η μη ιατρική χρήση διεγερτικών είναι γνωστό ότι είναι πιο συχνή σε γυναίκες ηλικίας κάτω των 50 ετών και περίπου το 67% των γυναικών ανέφεραν ότι ποτέ δεν έχουν χρησιμοποιήσει διεγερτικά που δεν τους έχουν συνταγογραφηθεί.
Θεραπεία
Οποιαδήποτε θεραπεία για διαταραχές κατάχρησης ουσιών και εθισμό, σε μια γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας, θα διασφαλίσει την ευημερία της υγείας της γενικά και ταυτόχρονα, την βελτίωση της σεξουαλικής και αναπαραγωγικής λειτουργίας της.
Η αναγκαιότητα ανίχνευσης τοξικών παραγόντων και δυσμενών παραγόντων του τρόπου ζωής της σύγχρονης γυναίκας, καθώς και η αποκατάστασή τους πριν από οποιαδήποτε θεραπεία ιατρικά υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, παίζει έναν άκρως καθοριστικό ρόλο.
Το όνειρο της απόκτησης ενός υγιούς παιδιού αποτελεί ταυτόχρονα μία μεγάλη ευθύνη για αυτοέλεγχο, αφού τα παιδιά που μεγαλώνουμε εξαρτώνται από εμάς, θεωρώντας μας το καλύτερο πρότυπο για τη ζωή τους.