Υπογονιμότητα

Οι αιτίες της υπογονιμότητας πριν τα 30

Περισσότερες από μία στις δέκα παντρεμένες γυναίκες κάτω των 29 ετών δεν κατορθώνουν να μείνουν έγκυοι έπειτα από ένα χρόνο προσπάθειας, παρότι θεωρητικά βρίσκονται στην ιδανική ηλικία για να κάνουν παιδί.

Αν και αυτό μοιάζει παράδοξο αφού η προχωρημένη – και όχι η νεαρή – ηλικία θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για υπογονιμότητα, υπάρχουν πολλές παθήσεις και διαταραχές που μπορεί να μειώσουν πρόωρα την γονιμότητα, λέει ο μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος  Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MScειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και ιδρυτικό μέλος του Institute of Life-ΙΑΣΩ.

Η συχνότερη αιτία υπογονιμότητας (και) στις νεαρές ηλικίες είναι το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών, που εκδηλώνεται στο 10-15% των γυναικών, συνήθως από την εφηβική ηλικία. Το σύνδρομο προκαλεί αστάθεια στον έμμηνο κύκλο, υπερπαραγωγή των ορμονών του ανδρικού φύλου (ανδρογόνων) ή/και πολλές κύστεις στις ωοθήκες.

Η διαταραχή της ωοθυλακιορρηξίας είναι το συχνότερο πρόβλημα που μειώνει τη γονιμότητα των γυναικών με το σύνδρομο, κατά τον Δρ. Βασιλόπουλου. Αυτή αντιμετωπίζεται κυρίως με φαρμακευτικά μέσα, αλλά «εναλλακτικά μπορεί να γίνει και έπειτα από drilling των ωοθηκών, μία χειρουργική επέμβαση η οποία γίνεται λαπαροσκοπικά με πολύ καλά αποτελέσματα», λέει. Αν αυτές οι επιλογές δεν επιτύχουν, το ζευγάρι μπορεί να ακολουθήσει τη διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης.

Μία άλλη πιθανή αιτία υπογονιμότητας πριν από τα 30 έτη είναι η πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, η οποία παρατηρείται σε μία στις 250 νεαρές γυναίκες. Κατ’ αυτήν εξαντλούνται ή υπολειτουργούν τα ωοθυλάκια της γυναίκας για λόγους που στο 80-90% των περιπτώσεων είναι άγνωστοι (ιδιοπαθής πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια). Στις υπόλοιπες περιπτώσεις η αιτία μπορεί να είναι χρωμοσωμικές ανωμαλίες, χημειοθεραπεία ή ακτινοθεραπεία για καρκίνο, πολλαπλές ενδοκρινικές παθήσεις ή, σε σπάνιες περιπτώσεις, εγχειρήσεις στην πυελική χώρα ή λοιμώδη νοσήματα (π.χ. παρωτίτιδα).

Υπολογίζεται ότι μόνο μία στις δέκα γυναίκες με πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια κατορθώνει να μείνει έγκυος με φυσικό τρόπο. Οι υπόλοιπες μπορεί να χρειασθούν εξωσωματική με δωρεά ωαρίων. Αν όμως η ανεπάρκεια είναι ιατρικής αιτιολογίας (π.χ. σε επικείμενη θεραπεία για καρκίνο), μία λύση που προτείνεται είναι η κατάψυξη ωαρίων, λέει ο Δρ. Βασιλόπουλος.

Η ενδομητρίωση είναι μία άλλη συχνή αιτία γυναικείας υπογονιμότητας. Υπολογίζεται ότι το 5-10% των νεαρών γυναικών πάσχουν από ενδομητρίωση, με τις τέσσερις στις δέκα να εκδηλώνουν εξαιτίας της υπογονιμότητα. Η ενδομητρίωση μπορεί να επηρεάσει τη γονιμότητα με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, αφού διαταράσσει την ανατομία της πυέλου,  δημιουργεί συμφύσεις ή ουλές στις σάλπιγγες, φλεγμονή στις πυελικές δομές κ.λπ.

Και μετά είναι τα νοσήματα που μεταδίδονται με το σεξ και τα οποία συχνά μένουν αδιάγνωστα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα χλαμύδια, τα οποία είναι η συχνότερη βακτηριακή σεξουαλικά μεταδιδόμενη λοίμωξη. Στις γυναίκες τα χλαμύδια μπορεί να εξαπλωθούν στη μήτρα και τις σάλπιγγες, προκαλώντας φλεγμονώδη νόσο της πυέλου, η οποία συχνά είναι ασυμπτωματική και μπορεί να προκαλέσει μόνιμες βλάβες στο αναπαραγωγικό σύστημα και να οδηγήσει σε χρόνιο πυελικό άλγος, αδυναμία επίτευξης εγκυμοσύνης και έκτοπη εγκυμοσύνη. Μπορεί επίσης να υπάρξει σαλπιγγίτιδα.

«Ο κίνδυνος υπογονιμότητας είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους συνιστάται σε όλες τις σεξουαλικά ενεργές γυναίκες να κάνουν τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο γυναικολογικό έλεγχο, ο οποίος συμπεριλαμβάνει το ετήσιο τεστ Παπανικολάου, αλλά και μία σειρά επιπλέον εξετάσεων για μία συνολική γυναικολογική εκτίμηση. Ο έλεγχος αυτός θα πρέπει ιδανικά να πραγματοποιηθεί για πρώτη φορά έναν χρόνο μετά την έναρξη των σεξουαλικών επαφών», τονίζει ο Δρ. Βασιλόπουλος.

Τέλος υπάρχουν πολλές νεαρές γυναίκες που αντιμετωπίζουν προβλήματα με τις σάλπιγγές τους, όπως για παράδειγμα οι συμφύσεις (δημιουργία ουλώδους ιστού) που είναι συνηθισμένες μετά από λοιμώξεις ή εγχειρήσεις στην πύελο, από σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, αλλά και βαριές καταστάσεις όπως η περιτονίτιδα. Επίσης η εισβολή βακτηρίων και ιών μπορεί να προκαλέσει διάφορες φλεγμονές, όπως η σαλπιγγίτιδα, που μπορεί να συνοδεύεται από συλλογή υγρού ή/και πύου.

Τα προβλήματα αυτά έχουν ως συνέπεια να καταστρέφονται τα τριχίδια των σαλπίγγων που είναι υπεύθυνα για τη μεταφορά του ωαρίου και του εμβρύου μετά τη γονιμοποίηση, με συνέπεια να διαταράσσεται η γονιμότητα.

Πότε να πάτε στον γιατρό

Αν και παραδοσιακά συνιστάται στις γυναίκες να απευθύνονται στον γιατρό όταν δεν κατορθώνουν να πετύχουν εγκυμοσύνη μέσα σε έναν χρόνο, οι πολύ νέες γυναίκες καλό θα ήταν να ζητήσουν μια ιατρική γνώμη νωρίτερα, πιθανώς στο εξάμηνο, συνιστά ο Δρ. Βασιλόπουλος.

Όσες εξάλλου δουν την περίοδό τους να σταματά εντελώς για τρεις συνεχόμενους μήνες χωρίς να είναι έγκυοι ή να θηλάζουν, ή έχουν κύκλο μεγαλύτερο από 35 ημέρες, καλό είναι να συμβουλευτούν αμέσως τον γυναικολόγο τους, καταλήγει.