Υπογονιμότητα

400 Ελληνίδες απέκτησαν παιδί μετά τα 50 το διάστημα 2010-2014

Πώς μπορεί μια γυναίκα να μείνει έγκυος σε μια ηλικία που οι περισσότερες έχουν ήδη μπει στην κλιμακτήριο;

Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), την περίοδο 2010-2014 περισσότερες από 400 Ελληνίδες απέκτησαν παιδί σε ηλικία άνω των 50 ετών. Το 2010 ο αριθμός τους ήταν 92, το 2011 μειώθηκε σε 72, το 2012 ήταν 83, το 2013 ήταν 89 και το 2014 ήταν 66.

Αντίστοιχα, στις ΗΠΑ οι γυναίκες που γεννούν παιδιά μετά τα 50 τους χρόνια αυξάνονται διαρκώς και πλέον υπερβαίνουν τις 650 σε ετήσια βάση, σύμφωνα με τα ομοσπονδιακά Κέντρα Ελέγχου & Πρόληψης Ασθενειών (CDC) της χώρας. Από τις γυναίκες αυτές, περίπου μία στις τρεις αποκτούν το πρώτο τους παιδί και μία στις τέσσερις το δεύτερο.

Πώς μπορεί όμως μια γυναίκα να μείνει έγκυος σε μια ηλικία που οι περισσότερες έχουν ήδη μπει στην κλιμακτήριο; «Οι γυναίκες ηλικίας άνω των 47-48 ετών πολύ σπάνια μένουν έγκυοι δίχως εξωσωματική γονιμοποίηση», απαντά ο μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc, ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και ιδρυτικό μέλος του Institute of Life-ΙΑΣΩ. «Θεωρητικά, δεν είναι αδύνατη η εγκυμοσύνη με φυσικό τρόπο σε αυτές τις ηλικίες, ούτε στα 50 χρόνια. Ωστόσο, θα πρέπει αφενός η γυναίκα να μην έχει μπει ακόμα στην εμμηνόπαυση, αφετέρου να υπάρξει ένα καλής ποιότητας ωάριο που θα δώσει ένα καλής ποιότητας έμβρυο. Στην πράξη, όμως, οι εγκυμοσύνες μετά τα 47-48 έτη έχουν επιτευχθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου με εξωσωματική γονιμοποίηση, στην οποία είτε χρησιμοποιήθηκαν ωάρια της γυναίκας τα οποία είχε καταψύξει σε νεότερη ηλικία (κατά κανόνα μέχρι τα 35 της χρόνια ή έστω λίγο αργότερα) είτε  ωάρια που προήλθαν από δωρεά».

Αυτό γίνεται επειδή όσο μεγαλώνει η γυναίκα, τόσο φθίνει η ποιότητα των ωαρίων της και τόσο μειώνεται το ποσοστό τους που μπορούν να δώσουν βιώσιμα έμβρυα.

Έχει διαπιστωθεί ότι στην ηλικία των 45 ετών μόνο μία στις δέκα γυναίκες δίχως ιστορικό υπογονιμότητας μπορούν να μείνουν έγκυοι με φυσικό τρόπο. Ωστόσο, οι μισές από αυτές θα αποβάλλουν και από τις υπόλοιπες το 10% θα έχουν έμβρυα με χρωμοσωμικές ανωμαλίες.

«Δεν ευθύνονται σε κάτι από όλα αυτά οι γυναίκες, αλλά η φυσική φθορά των ωοθηκών τους λόγω ηλικίας», εξηγεί ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Το επακόλουθο όμως είναι πως, ακόμα και με τη βοήθεια της εξωσωματικής γονιμοποίησης, όταν χρησιμοποιούνται φρέσκα ωάρια σε γυναίκες ηλικίας άνω των 44 ετών, το ποσοστό εγκυμοσύνης είναι κάτω από 1,5%. Αντίστοιχα, αν χρησιμοποιηθούν φρέσκα ωάρια σε γυναίκες ηλικίας 49-50, το ποσοστό εγκυμοσύνης είναι μηδαμινό. Και αυτός είναι ένας από τους λόγους που χρησιμοποιούμε κατεψυγμένα ή ωάρια από δωρεά».

Με «γερασμένα» ωάρια είναι αυξημένα και τα ποσοστά αποβολής των εμβρύων, επειδή τα ωάρια είναι πιθανότερο να φέρουν γενετικές ανωμαλίες οι οποίες εμποδίζουν την ολοκλήρωση της εγκυμοσύνης. Μάλιστα, όσο προχωράει η ηλικία τόσο αυξάνεται το ποσοστό αποβολής. Μελέτη του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ είχε δείξει πως στις γυναίκες ηλικίας 40 ετών που κάνουν εξωσωματική, το ποσοστό αποβολής είναι 24%, αλλά στις 44χρονες φθάνει το 54% και ύστερα είναι πολύ μεγαλύτερο.

Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι με την πρόοδο της ηλικίας και ιδιαίτερα μετά τα 40 αυξάνονται σημαντικά οι πιθανότητες γενετικών ανωμαλιών στο έμβρυο, όπως το σύνδρομο Down. Γι’ αυτό το λόγο γίνεται προγεννητικός έλεγχος στα γονιμοποιημένα ωάρια που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν στην εξωσωματική ενώ, αν τυχόν μια γυναίκα μείνει έγκυος με φυσικό τρόπο, χρειάζεται οπωσδήποτε αμνιοπαρακέντηση.

Τα καλά νέα είναι ότι χάρη στις εξελίξεις στην εξωσωματική γονιμοποίηση, στην κατάψυξη ωαρίων αλλά και στη δωρεά ωαρίων, οι γυναίκες προχωρημένης ηλικίας έχουν αρκετές πιθανότητες να ολοκληρώσουν με επιτυχία μια εγκυμοσύνη. Απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, είναι να γίνεται προσεκτικά η επιλογή τους. «Η επιλογή αυτή πρέπει να γίνεται έπειτα από ενδελεχή ιατρικό έλεγχο, διότι είναι πολλές οι παράμετροι της υγείας που πρέπει να ληφθούν υπόψιν και πολλοί οι δυνητικοί κίνδυνοι», τονίζει ο Δρ. Βασιλόπουλος.

Έρευνες έχουν δείξει ότι η εγκυμοσύνη μετά την ηλικία των 50 ετών φέρει περισσότερους κινδύνους για τη μητέρα και το έμβρυο, διότι οι πιθανότητες σοβαρών επιπλοκών της κυήσεως αυξάνονται κατ’ αναλογία με την ηλικία της μητέρας. Τέτοιου είδους επιπλοκές είναι ο διαβήτης και η υπέρταση της κύησης, η αποβολή, η προεκλαμψία και ο προδρομικός πλακούντας.

«Σε σύγκριση με τις μητέρες ηλικίας 20-29 ετών, οι έγκυοι που έχουν κλείσει τα 50 τους χρόνια έχουν σχεδόν τριπλάσια πιθανότητα να γεννήσουν πρόωρα ή πάρα πολύ πρόωρα, δηλαδή πριν από την 37η και την 28η εβδομάδα της κυήσεως αντίστοιχα», εξηγεί ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Επιπρόσθετα, έχουν διπλάσιες πιθανότητες να αποκτήσουν μωρό με χαμηλό βάρος γέννησης ή/και μικρόσωμο συγκριτικά με τον μήνα της κυήσεως όπου επέρχεται ο τοκετός».

Επιπλέον, στις μεγάλες ηλικίες είναι διπλάσια η εμβρυϊκή θνησιμότητα από ό,τι στις νεότερες.

Οι κίνδυνοι αυτοί εξηγούν γιατί σε πολλές χώρες του κόσμου (και στην Ελλάδα) η εμβρυομεταφορά επιτρέπεται από τη νομοθεσία μέχρι πριν συμπληρωθεί το 50 έτος της ηλικίας, ενώ σε άλλες (όπως η Κύπρος και η Αλβανία) επιτρέπεται και σε μεγαλύτερες ηλικίες.

Σε κάθε περίπτωση «η γυναίκα που θέλει να αποκτήσει μωρό σε μεγάλη ηλικία πρέπει να είναι υγιής, όταν αρχίζει την προσπάθεια, ούτως ώστε να μειώνονται οι πιθανοί κίνδυνοι», τονίζει ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι θα έχει φυσιολογικό σωματικό βάρος, δεν θα είναι καπνίστρια, δεν θα πάσχει από χρόνια προβλήματα υγείας (συμπεριλαμβανομένης της παχυσαρκίας) κ.λπ.».

Όταν η γυναίκα είναι υγιής και προσέξει πολύ τον εαυτό της στη διάρκεια της κυήσεως, είναι εφικτό να έχει μια υγιή εγκυμοσύνη. Μάλιστα, όσο πιο υγιής είναι, τόσο πιο ομαλή αναμένεται να είναι η εγκυμοσύνη της «αν και δεν μπορούμε να προβλέψουμε εκ των προτέρων τι θα συμβεί», προσθέτει ο ειδικός.

Και καταλήγει: «Καλό είναι, πάντως, οι γυναίκες να κυοφορούν σε μικρότερες ηλικίες και να μην αναβάλλουν τη γονιμότητα για αργότερα. Και αυτό γιατί η εξωσωματική γονιμοποίηση δεν δίνει πάντοτε λύση, ενώ οι φυσικές αλλά και ψυχικές αντοχές που χρειάζονται για να μεγαλώσει σωστά ένα παιδί προσχολικής ηλικίας, είναι άλλες στην ηλικία των 35 και άλλες στην ηλικία των 50 ετών».